τετρακτινελ(λ)ίδες

τετρακτινελ(λ)ίδες
οι, Ν
ζωολ. τάξη σπόγγων που ανήκει στην ομοταξία τών δημοσπόγγων και περιλαμβάνει άτομα τών οποίων οι βελόνες τού σκελετού τους αποτελούνται από διοξείδιο τού πυριτίου και φέρουν τέσσερεις ακτίνες, αλλ. τετρακτινωτοί ή τετραξονικοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetractinellida < tetractinella (βλ. λ. τετρακτινέλλα) + κατάλ. -ida (πρβλ. -ίδες)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετρακτινωτοί — οι, Ν ζωολ. οι τετρακτινελ(λ)ίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ακτινωτός (< ακτίνα), πρβλ. και τετρακτινελλίδες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”